- κερί
- τολαμπάδα από κερί: Άναψε το κερί σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
Κέρι — Sp Kèris Ap Κέρι/Keri L Graikija (Zakinto s.) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κέρι, Γουίλιαμ — (William Carey, 1761 – 1834). Άγγλος προτεστάντης ιεραπόστολος και γλωσσολόγος. Διακρίθηκε για το ιεραποστολικό του έργο στις Ινδίες, όπου ίδρυσε το 1792 την Εταιρεία των Βαπτιστών Ιεραποστόλων και μελέτησε τις ινδικές γλώσσες και την ινδική… … Dictionary of Greek
κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… … Dictionary of Greek
κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… … Dictionary of Greek
μπατίκ — Τεχνική που μεταχειρίζονται στην Ιάβα για να βάφουν βαμβακερά υφάσματα με χρωματιστά σχέδια. Με ένα μικρό εργαλείο που αποκαλείται τζάντινγκ, απλώνεται στο ύφασμα ένα στρώμα υγρού κεριού στο τμήμα που αντιστοιχεί προς το σχέδιο το οποίο πρόκειται … Dictionary of Greek
αγιοκέρι — το 1. λαμπάδα τής εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών 2. το κερί τής μέλισσας 3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa τής τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κερί] … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek